αποστρατεύομαι

αποστρατεύομαι
αποστρατεύομαι, αποστρατεύτηκα και αποστρατεύθηκα, αποστρατευμένος βλ. πίν. 20

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀποστρατευομένων — ἀποστρατεύομαι to be discharged from military service pres part mp fem gen pl ἀποστρατεύομαι to be discharged from military service pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστρατεύεσθαι — ἀποστρατεύομαι to be discharged from military service pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποστρατεύω — (ΑΜ ἀποστρατεύομαι) παθ. απολύομαι από τις τάξεις του στρατού νεοελλ. 1. (για στρατιωτικούς) απολύω, απομακρύνω κάποιον από την ενεργό στρατιωτική υπηρεσία λόγω ορίου ηλικίας, σωματικής ανικανότητας κ.λπ. 2. ( ομαι) παύω να εξασκώ το επάγγελμα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”